- περιστείχει
- περιστείχωgo round aboutpres ind mp 2nd sgπεριστείχωgo round aboutpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιστείχω — Α 1. βαδίζω ολόγυρα, περιέρχομαι («τρὶς περίστειξας κοίλον λόχον», Ομ. Οδ.) 2. περιβάλλω, κυκλώνω από παντού, περικυκλώνω (α. «πάντῃ μέ περιστείχουσιν Ἔρωτες», Μελέαγρ. β. «οἷος τὴν σελήνην περιστείχει κύκλος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * +… … Dictionary of Greek